αυτοκινητάμαξα

αυτοκινητάμαξα
η
1. σιδηροδρομικό όχημα εφοδιασμένο με κινητήρες ντήζελ και με θέσεις για τη μεταφορά επιβατών
2. σιδηροδρομικός συρμός (οτομοτρίς) με κινητήριο όχημα και ρυμουλκούμενα με θέσεις επιβατών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκινητάμαξα — η τρένο επιβατικό, οτομοτρίς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οτομοτρίς — και ωτομοτρίς, το (άκλ. ουσ.) σιδηροδρομική αυτοκινητάμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. automotrice, θηλ. τού επιθ. automoteur] …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οτομοτρίς — το και η (άκλ., λ. γαλλ.), αυτοκινητάμαξα, τρένο επιβατικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”